- πισωγυρίζω
- Ν1. (αμτβ.) γυρίζω, στρέφομαι προς τα πίσω, οπισθοχωρώ2. (μτβ.) στρέφω, γυρίζω κάτι προς τα πίσω, ανάποδα, αναποδογυρίζω3. μτφ. παραιτούμαι από έναν σκοπό, κάνω πίσω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πισωγυρίζω — πισωγυρίζω, πισωγύρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πισωγυρίζω — 1. μτβ., στρέφω κάτι πίσω, ανάποδα. 2. αμτβ., γυρίζω, στρέφομαι προς τα πίσω, κάνω προς τα πίσω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πισωγύρισμα — το, Ν [πισωγυρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πισωγυρίζω 2. αναποδογύρισμα 3. στον πληθ. τα πισωγυρίσματα (για κοινωνικά φαινόμενα) επιστροφή στο παρελθόν, σε προγενέστερες καταστάσεις, τάση προς τον συντηρητισμό … Dictionary of Greek
υποστρέφω — ὑποστρέφω, ΝΜΑ [στρέφω] 1. στρέφω προς τα πίσω, πισωγυρίζω 2. (για νόσο) υποτροπιάζω νεοελλ. ναυτ. αλλάζω την πορεία ιστιοφόρου στρέφοντας την πρύμνη προς τον άνεμο αρχ. 1. επαναφέρω 2. δίνω πίσω, επιστρέφω 3. (σχετικά με τόνο) αποβάλλω 4.… … Dictionary of Greek